- προενδείκνυμαι
- Απροσπαθώ από πριν να γίνω συμπαθής σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐνδείκνυμαι «προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προενδειξαμένων — προενδείκνυμαι exhibit oneself aor part mid fem gen pl προενδειξαμένων , προενδείκνυμαι exhibit oneself aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενδεικνύμενος — προενδείκνυμαι exhibit oneself pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενδείκνυσθαι — προενδείκνυμαι exhibit oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενεδεικνύμην — προενδείκνυμαι exhibit oneself imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)